- ὀδοντοφυτικός
- ὀδοντο-φῠτικός, ή, όν,A of or for teething,
ἡλικία Steph.
in Hp.Aph.2.373 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡλικία Steph.
in Hp.Aph.2.373 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οδοντοφυτικός — ὀδοντοφυτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδοντόφυτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοφυΐα … Dictionary of Greek